Λέξη: ακόλουθος
Σχετικές λέξεις: ακόλουθος
ακόλουθος τύπου, ακόλουθος της άρτεμης, ακόλουθος τάσης, ακόλουθος αφροδίτης, ακόλουθος εκπομπού, ακόλουθος πρεσβείας, ακόλουθος πρεσβείας μισθός, ακόλουθος συνώνυμο, ακόλουθος άμυνας, ακόλουθος της αφροδίτης
Συνώνυμα: ακόλουθος
ακολουθών, μεταγενέστερος
Μεταφράσεις: ακόλουθος
ακόλουθος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acolyte, attendant, following, subsequent, follows, follower
ακόλουθος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acólito, asistente, sirviente, siguiente, siguientes, tras, después, siguiendo
ακόλουθος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wächter, begleiter, ministrant, bediente, bedienstete, aufseher, diener, begleitend, bediensteter, folgende, folgenden, folgender, nachfolgenden, folgt
ακόλουθος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
domestique, gardien, actuel, serviteur, valet, auxiliaire, compagnon, acolyte, présent, aide, appariteur, assistant, suivant, suite, après, suivante, suit
ακόλουθος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
seguito, seguente, seguenti, segue, successivo
ακόλουθος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assistente, seguinte, seguintes, seguir, seguinte redacção, a seguir
ακόλουθος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
steward, altaardienaar, volgend, volgende, na, onderstaande, volgt
ακόλουθος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
псаломщик, оператор, сопроводительный, банщица, сопутствующий, билетёр, прислужник, помощник, служитель, сопровождающий, проводник, привходящий, после, следующее, следующие, следующий, в круги
ακόλουθος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
følgende, etter, følge, følger, å følge
ακόλουθος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
följande, efter, följer, följa, efter det
ακόλουθος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valvoja, osanottaja, kaitsija, osallistuja, jälkeen, seuraava, seuraavat, seuraavasti, seuraavista
ακόλουθος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
efter, følgende, således, følge, følger
ακόλουθος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přítomný, sluha, sloužící, akolyta, společník, pomocník, následující, po, tímto, následujících, následujícího
ακόλουθος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
towarzyszący, sługa, obecny, pomocnik, towarzysz, dyżurny, dozorca, akolita, zastępca, następujący, następujące, po, następujących, brzmienie
ακόλουθος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiszolgáló, következő, alábbi, követi, követően, követő
ακόλουθος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aşağıdaki, alttaki, aşağıdakileri, sonra
ακόλουθος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
помічник, супровідний, служитель, псаломщик, оператор, прислужник, після, по
ακόλουθος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
në vazhdim, vijues, vijim, mëposhtme, në vijim
ακόλουθος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
следващ, следното, след, следния, следната
ακόλουθος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апякун, пасля, пасьля
ακόλουθος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kohalviibija, kaasnev, saatja, järgmine, järgmised, järgmise, järgmisi, järgmiste
ακόλουθος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
satelit, pratilac, sluga, sljedeći, sljedeće, slijedeći, sljedećeg, slijedeće
ακόλουθος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eftir, eftirfarandi, kjölfar, í kjölfar, fylgja
ακόλουθος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
custos
ακόλουθος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
po, taip, Žemiau, šių, ši
ακόλουθος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pēc, šādu, šādu tekstu, šādu punktu, šādi
ακόλουθος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
следниве, по, следните, следната, следново
ακόλουθος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
următor, urmare, următoarea, următorul, în urma
ακόλουθος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
po, naslednja, naslednji, naslednje, sledi
ακόλουθος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pomocník, nasledujúci, nasledujúce, tieto, nasledovné, nasledujúcu
Τυχαίες λέξεις