Penki στα ελληνικά
Μετάφραση: penki, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πέντε, από πέντε, τα πέντε, των πέντε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pelė στα ελληνικά - ποντίκι, ποντικού, ποντικιού, του ποντικιού, το ποντίκι
- pelėda στα ελληνικά - κουκουβάγια, κουκουβάγιας, Νυχτοπουλι, owl, γλαύκα
- penkiasdešimt στα ελληνικά - πενήντα, από πενήντα
- penkiolika στα ελληνικά - δεκαπέντε, δέκα πέντε, από δεκαπέντε, των δεκαπέντε
Τυχαίες λέξεις
Penki στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πέντε, από πέντε, τα πέντε, των πέντε
Μεταφράσεις: πέντε, από πέντε, τα πέντε, των πέντε