Λέξη: δασμολόγιο
Σχετικές λέξεις: δασμολόγιο
ελληνικό δασμολόγιο, δασμολόγιο 2014, δασμολόγιο 2012, κοινοτικό δασμολόγιο, δασμολόγιο 2013
Συνώνυμα: δασμολόγιο
διατίμηση
Μεταφράσεις: δασμολόγιο
δασμολόγιο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tariff, Customs Tariff
δασμολόγιο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arancel, tarifa, arancelaria, arancelario, aranceles
δασμολόγιο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gebühr, tariflich, abgabe, zoll, tarif, Tarif, Zoll, zolltarifliche
δασμολόγιο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
douane, tarifaire, tarif, droit, tarifaires, tarifs
δασμολόγιο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tariffa, dazio, tariffario, tariffaria, tariffe, tariffarie
δασμολόγιο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tarifas, tarifa, pautal, tarifário, tarifária
δασμολόγιο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tarief, tarief-, tarifaire, tariefpreferenties, tarieven
δασμολόγιο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тариф, пошлина, расценка, тарифов, тарифа, тарифный, тарифная
δασμολόγιο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
toll, tariff, avgift, takst, Tariffnr, tariffen
δασμολόγιο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
taxa, tariff, tull, taxan, tariffen
δασμολόγιο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tullimaksu, tulli, maksutaulukko, tuontivero, hinta-asteikko, tariffikiintiöiden, tariffi, tariffi-, tariffikiintiön
δασμολόγιο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tarif, takst, told-, tariferingsoplysninger, tariffen
δασμολόγιο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
clo, sazba, sazebník, tarif, tarifní, sazebním zařazení zboží
δασμολόγιο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
taryfa, cło, taryfowanie, taryfikator, taryfowe, taryfowy, taryfy, taryfowa
δασμολόγιο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
árszabás, tarifa, árlista, ártáblázat, tarifális, vám-, vámtarifa
δασμολόγιο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tarife, tarifesi, gümrük, bir tarife
δασμολόγιο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тариф, розцінка, тарифний, тарифу
δασμολόγιο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tarifë, tarifa, tarifor, tarifore, e tarifave
δασμολόγιο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тарифа, тарифна, тарифната, тарифно, тарифен
δασμολόγιο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тарыф
δασμολόγιο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
toll, tariif, tariifne, tariifi-, tariifi, tariifsete
δασμολόγιο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
carina, cijena, tarifa, taksa, tarifne, tarifni, tarifna, visine tarifnih, tarifnom
δασμολόγιο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gjaldskrá, Gjaldskráin, verðskrá, gjaldskrá, gjald
δασμολόγιο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
muitas, tarifas, tarifų, tarifinė, muitų tarifų, tarifo
δασμολόγιο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tarifs, nodoklis, nodeva, tarifu, tarifa, par tarifu
δασμολόγιο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тарифа, тарифните, тарифен, тарифниот, тарифни
δασμολόγιο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tarif, tarifar, tarifare, tarifară, tarifelor
δασμολόγιο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tarif, ceník, tarifa, tarifna, tarife, tarifne, tarifni
δασμολόγιο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tarifa, tarif, tarifu, cestovné, sadzba
Τυχαίες λέξεις