Sraigė στα ελληνικά

Μετάφραση: sraigė, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαλιγκάρι, σαλιγκαριού, σαλιγκαριών, χελώνας, σαλιγκάρια
Sraigė στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • spėti στα ελληνικά - υποθέτω, εικασία, μαντέψει, μαντέψετε, μαντέψουν
  • sraigtasparnis στα ελληνικά - ελικόπτερο, πέλεκας, ελικοπτέρου, ελικοπτέρων, ελικόπτερα, του ελικοπτέρου
  • srautas στα ελληνικά - τωρινός, κυλώ, ρέω, ρεύμα, ροή, ρυάκι, ρεύματος, ...
  • sritis στα ελληνικά - τομέας, χωράφι, πεδίο, έκταση, περιοχή, περιοχής, χώρο, ...
Τυχαίες λέξεις
Sraigė στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαλιγκάρι, σαλιγκαριού, σαλιγκαριών, χελώνας, σαλιγκάρια