Λέξη: εκφραστικός

Σχετικές λέξεις: εκφραστικός

εκφραστικός συνωνυμο, εκφραστικός λόγος, εκφραστικός αγγλικα, εκφραστικός χορός

Μεταφράσεις: εκφραστικός

εκφραστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
expressive, inexpressive

εκφραστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
expresivo, expresiva, expresivos, expresión, expresivas

εκφραστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aussagekräftig, ausdrucksfähig, ausdrucksvoll, expressiv, ausdrucks, expressiven

εκφραστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
expressif, expressive, expression, expressifs, d'expression

εκφραστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
espressivo, espressiva, espressive, espressivi, espressione

εκφραστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
expressivo, expressiva, expressive, expressivos, expressivas

εκφραστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
expressief, expressieve, beeldende, uitdrukking, beeldend

εκφραστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
красноречивый, выразительный, многозначительный, экспрессивный, явственный, отчетливый, внятный, выразительные, выразительным, выразительны, выразительная

εκφραστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uttrykks, ekspressive, ekspressiv, uttrykksfulle, uttrykksfull

εκφραστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uttrycks, uttrycksfull, uttrycksfulla, uttrycksfullt, expressiva

εκφραστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ilmeikäs, edustava, expressive, ilmeikkäät, ilmaisuvoimainen, ilmiasulliset

εκφραστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udtryksfulde, udtryksfuld, ekspressive, ekspressiv, udtryksfuldt

εκφραστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
expresivní, výrazný, výrazový, výrazné, výrazná, výraznější

εκφραστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ekspresyjny, ekspresywny, dobitny, wyrazisty, wyraziste, ekspresyjne

εκφραστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kifejező, expresszív, kifejezõ, kifejezőbb

εκφραστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
etkileyici, anlamlı, ifade, anlatım, dışavurumcu

εκφραστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
багатозначний, виразний, промовистий, виразну, виразніший, виразна

εκφραστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shprehës, ekspresive, shprehëse, ekspresiv, ekspresive e

εκφραστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изразителен, изразителна, експресивен, изразителни, изразително

εκφραστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выразны, выразнае, выразная

εκφραστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ilmekas, väljendusrikas, ekspressiivne, väljendusrikkad, ekspressiivse

εκφραστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izraznog, izražajan, izražajne, izražajna, izražajni, izražajno

εκφραστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
svipmikill, tjáningu, tjáningarmöguleika

εκφραστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išraiškingas, išraiškinga, ekspresyvus, ekspresyvi, išraiškingą

εκφραστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izteiksmīgs, ekspresīvs, izteiksmīga, izteiksmīgas, izteiksmīgāku

εκφραστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
експресивен, експресивна, експресивни, експресивно, изразни

εκφραστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
expresiv, expresivă, expresive, expresiva, expresivi

εκφραστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izrazno, ekspresivno, ekspresivna, izrazna, izraznih

εκφραστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výrazný, expresívne, expresívny, expresívnu, expresívna, expresívnou
Τυχαίες λέξεις