Λέξη: καλάμι
Σχετικές λέξεις: καλάμι
καλάμι shimano, καλάμι shimano beastmaster, καλάμι ψαρέματος, καλάμι casting, καλάμι xzoga blastino 78 mhf2, καλάμι spinning, καλάμι ψαρέματος οδηγίες, καλάμι συρτής, καλάμι για εγγλέζικο, καλάμι απίκο
Συνώνυμα: καλάμι
μπαστούνι, κάλαμος, ραβδί, γλωσσίδι μουσικού οργάνου, αυλός
Μεταφράσεις: καλάμι
καλάμι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shin, reed, cane, pole, rod, vessels
καλάμι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espinilla, caña, junco, carrizo, reed, lengüeta, de caña
καλάμι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schienbein, schilf, schilfrohr, ried, Schilf, Schilfrohr, Rohr, reed
καλάμι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tibia, roseau, grimper, anche, jonc, canne, Reed, roseaux, de Reed
καλάμι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
canna, giunco, reed, canne, lamella, ancia
καλάμι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abarbatar, cana, lingueta, junco, caniço, Reed, lingüeta
καλάμι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
riet, rieten, Reed, van Reed, rietstok
καλάμι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изречение, стрела, лазить, язычок, карабкаться, тростник, свирель, камыш, поговорка, голень, клевер, Рид, Рида, тростника, тростниковые
καλάμι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
siv, reed, rør
καλάμι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vass, reed, tung, vassen
καλάμι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaislat, ruo'ot, sääriluu, kavuta, sääri, ruoko, ruokolehtisoitin, reed, ruo'on, ruokoa, kaisla
καλάμι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rør, reed, siv, tagrør
καλάμι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jazýček, šplhat, rákos, třtina, rákosí, holeň, rákosu, třtiny, jazýčkový
καλάμι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szuwar, piszczałka, wspinać, łubek, goleń, trzcina, stroik, trzcinka, pręga, płocha, trzciny, reed, kontaktron
καλάμι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nádnyelv, lábszár, nád, nádas, nádsíp, Reed, nádból, nádi
καλάμι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kiliz, saz, kamış, reed, tarak, sazlık
καλάμι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
повторювання, подвоєння, повторення, гомілка, Рід, рид
καλάμι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kërci, kallam, kallamin e, kallam e, kallam i, kallam për
καλάμι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тръстика, тръстиката, камъш, от тръстика, тръстиковите
καλάμι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Рыд, Рід
καλάμι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ronima, roog, pilliroog, pilliroo, pilliroogu, pilliroost, reed
καλάμι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slama, trska, cijev, cjevanica, goljenica, svirala, šaš, pisak, Reed, trsku, trstike, Reed je
καλάμι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sef, Reed, Reyr, reyrsprota, reyrinn, Chad Reed
καλάμι στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
crus, canna
καλάμι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nendrė, nendrės, Reed, nendrių, meldų
καλάμι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
meldri, niedre, niedres, niedri, reed, jumt ar niedrēm
καλάμι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
трска, трската, трски, од трска, со трска
καλάμι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trestie, stuf, reed, de stuf, stufului
καλάμι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
reed, trst, rogoza, trsta, trstja
καλάμι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
holeň, trstina, rákos, rákosie, tŕstie, trstinu
Στατιστικά δημοτικότητας: καλάμι
Τυχαίες λέξεις