Suskaičiuoti στα ελληνικά

Μετάφραση: suskaičiuoti, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπολογίζω, μετρώ, λογαριάζω, κόμης, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει
Suskaičiuoti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • susitikimas στα ελληνικά - αναμέτρηση, συνάντηση, συναντώ, πληρούν, συνεδριάσεων, που πληρούν, εκπλήρωση
  • susivienijimas στα ελληνικά - συμμαχία, συνασπισμός, σχέση, σύνδεσμος, σύνδεσης, ένωση, συνδέσμου
  • suskaldyti στα ελληνικά - καταστρέφω, κόβω, τεμαχίζω, τσεκουριά, μπριζόλα, ψιλοκόψτε, τεμαχίσει, ...
  • sustoti στα ελληνικά - κατοικώ, διαμένω, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Τυχαίες λέξεις
Suskaičiuoti στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπολογίζω, μετρώ, λογαριάζω, κόμης, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει