Todėl στα ελληνικά
Μετάφραση: todėl, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έτσι, τόσο, άραγε, ώστε, έτσι ώστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- tirpiklis στα ελληνικά - εχέγγυος, φερέγγυος, διαλύτη, διαλύτης, διαλύτου, διαλυτών, του διαλύτη
- tirštas στα ελληνικά - πυκνός, παχύ, πάχους, παχιά, πάχος, χοντρό
- toksikologija στα ελληνικά - τοξικολογία, τοξικολογίας, τοξικολογικές, την τοξικολογία, τοξικολογικών
- toli στα ελληνικά - μακριά, πολύ, μέτρο, τώρα, στιγμής
Τυχαίες λέξεις
Todėl στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έτσι, τόσο, άραγε, ώστε, έτσι ώστε
Μεταφράσεις: έτσι, τόσο, άραγε, ώστε, έτσι ώστε