Λέξη: ελευθερία
Σχετικές λέξεις: ελευθερία
ελευθερία καλαμάτας, ελευθερία ετυμολογία, ελευθερία παντελιδάκη, ελευθερία ελευθερίου, ελευθερία ελευθερίου ύψος, ελευθερία ελευθερίου hot, ελευθερία αρβανιτάκη, ελευθερία ρήγου, ελευθερία βιδάκη, ελευθερία λάρισας, αρβανιτάκη ελευθερία, εφημερίδα ελευθερία
Συνώνυμα: ελευθερία
λευτεριά
Μεταφράσεις: ελευθερία
ελευθερία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
freedom, liberty, freedom of, freedom to, free
ελευθερία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
libertad, desenfado, la libertad, libre, libertad de, la libertad de
ελευθερία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
freiraum, freiheit, ungebundenheit, ungezwungenheit, Freiheit, Freiheits, die Freiheit, freien
ελευθερία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
indépendance, aisance, liberté, autonomie, la liberté, libre, de liberté, liberté de
ελευθερία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
libertà, la libertà, libera, della libertà, libertà di
ελευθερία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desentalar, liberdade, livre, soltar, a liberdade, da liberdade, liberdade de
ελευθερία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vlotheid, vrijdom, vrijheid, de vrijheid, vrije, vrij, vrij verrichten
ελευθερία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вольность, раздолье, свобода, независимость, право, непринуждённость, воля, простор, свободы, свободу, свободе, свободой
ελευθερία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frihet, friheten, frihet til, frihets
ελευθερία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
frihet, friheten, fri
ελευθερία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
erivapaus, erivapautus, vapaus, vapautus, vapauden, vapautta, vapauteen, vapaan
ελευθερία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
frihed, frie, fri udveksling, friheden, den frie
ελευθερία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nezávislost, svoboda, lehkost, nenucenost, svobody, svobodu, volnosti, volnost
ελευθερία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prawo, wolność, obywatelstwo, swoboda, niezależność, uprawnienie, wolności, swobody, swobodę
ελευθερία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szabadság, szabad, szabadsága, szabadságát, szabadságot
ελευθερία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
özgürlük, özgürlüğü, özgürlüğünün, serbestlik, özgürlüğün
ελευθερία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
незалежність, право, привілей, свобода, вільність, воля, свободу
ελευθερία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
liri, liria, lirinë, lirisë, liria e
ελευθερία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
свобода, свободата, свободното, свободно, свободата на
ελευθερία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
свабода, воля, свобода, свабоды
ελευθερία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vabadus, priius, vabaduse, vabadust, vabadusel, vaba
ελευθερία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slobodu, slobodi, sloboda, slobode, je sloboda
ελευθερία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
frelsi, frelsi til, frelsið, frjálsræði, frelsis
ελευθερία στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
libertas, licentia
ελευθερία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
valia, laisvė, laisvės, laisvę, laisve, laisvei
ελευθερία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
brīvība, brīvību, brīvības, brīvībai, brīvi
ελευθερία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
слободата, слобода, на слободата, слободата на, слободи
ελευθερία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
libertate, libertatea, libertății, libera, libertatea de
ελευθερία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
svoboda, svobodo, svobode, svobodi, svoboščina
ελευθερία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sloboda, slobody, slobodu, právo
Στατιστικά δημοτικότητας: ελευθερία
Τυχαίες λέξεις