Λέξη: συνεισφέρω
Σχετικές λέξεις: συνεισφέρω
συνεισφέρω προστακτική, συνεισφέρω συνώνυμα, συνεισφέρω translate, συνεισφορά συνώνυμα, συνεισφέρω κλιση, συνεισφέρω ετυμολογια, συνεισφέρω παρατατικος, συνεισφέρω στα αγγλικα, συνεισφέρω αοριστος, συνεισφέρω συνώνυμο
Συνώνυμα: συνεισφέρω
υπογράφω, εγκτάφομαι συνδρομητής, συμβάλλω, συντελώ
Μεταφράσεις: συνεισφέρω
συνεισφέρω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
contribute, subscribe, chip in, my contribution, I contribute
συνεισφέρω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aportar, contribuir, contribuirá, contribuyen, contribuyan
συνεισφέρω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beitragen, tragen, beizutragen, Beitrag
συνεισφέρω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conspirer, collaborer, contribuer, contribuez, contribuons, contribuent, contribuera, de contribuer, contribue
συνεισφέρω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contribuire, contrinuire, contribuirà, contributo, contribuisce
συνεισφέρω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contribuir, contribua, contribuem, contribuirá, contribui, contribuam
συνεισφέρω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijdragen, dragen, bijdrage leveren, te dragen, dragen bij
συνεισφέρω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
содействовать, внести, сотрудничать, жертвовать, способствовать, отдавать, вносить, вклад, способствуют, свой вклад
συνεισφέρω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bidra, bidrar, bidra til, bidra med, å bidra
συνεισφέρω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
medverka, bidra, bidrar, att bidra, bidra till, bidra med
συνεισφέρω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarjota, edistää, myötävaikuttaa, edistävät, osaltaan, osallistua
συνεισφέρω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bidrage, bidrager, bidrage til, medvirke, at bidrage
συνεισφέρω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přispívat, přispět, přispívají, přispívá, přispěje
συνεισφέρω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wkładać, współpracować, złożyć, współdziałać, wnieść, przyczynić, dostarczyć, przyczyniać, dać, wnosić, przyczynić się, wnieść wkład, przyczyniają, przyczyniają się
συνεισφέρω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hozzájárul, hozzájárulnak, hozzájárulhat, hozzájáruljon, hozzájárulni
συνεισφέρω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bağışlamak, katkıda bulunmak, katkıda, katkı, katkıda bulunur, katk
συνεισφέρω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вносити, віддавати, співробітничати, сприяйте, сприяти, сприятиме, сприятимуть
συνεισφέρω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kontriboj, kontribuoj, kontribuojë, kontribuojnë, të kontribuojë, të kontribuojnë
συνεισφέρω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
допринесе, допринася, допринасят, допринесат, да допринесе
συνεισφέρω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спрыяць, садзейнічаць
συνεισφέρω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaasa aitama, panustama, toetama, kaasa, aidata kaasa
συνεισφέρω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podnesu, pridonose, doprinijeti, uložiti, pridonijeti, doprinose, doprinos
συνεισφέρω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stuðla, stuðlað, leggja sitt af mörkum, leggja, þátt
συνεισφέρω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bendradarbiauti, prisidėti, padėti, prisideda, prisidės, padeda
συνεισφέρω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sekmēt, veicināt, ieguldījumu, veicina, veicinās
συνεισφέρω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
придонесе, да придонесе, придонесуваат, придонесат, придонесува
συνεισφέρω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
contribui, contribuie, să contribuie, a contribui, contribuie în
συνεισφέρω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prispevati, prispevajo, prispeva, prispevali, prispevala
συνεισφέρω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prispieť, prispievať, pomôcť