Λέξη: ερευνητής

Σχετικές λέξεις: ερευνητής

ερευνητής μιχάλης καλογεράκης, ερευνητής βαθμίδες, ερευνητήσ δημοσιογράφοσ, ερευνητής α βαθμίδας, ερευνητήσ ιωάννησ λαμπρόπουλοσ, ερευνητής της βέροιας, ερευνητής συνώνυμο, ερευνητής αγοράς, ερευνητήσ τησ αλήθειασ, ερευνητής α

Μεταφράσεις: ερευνητής

ερευνητής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
researcher, searcher, investigator, a researcher, interviewer

ερευνητής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
investigador, investigadora, investigador de, el investigador, investigadores

ερευνητής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wissenschaftler, rechercheur, forscher, Forscher, Wissenschaftler, Forscherin, Forschers

ερευνητής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
scientifique, chercheur, savant, chercheuse, chercheurs, chercheur de, le chercheur

ερευνητής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ricercatore, ricercatrice, ricercatori, ricercatore di, il ricercatore

ερευνητής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
investigador, pesquisador, pesquisadora, pesquisa, pesquisador de

ερευνητής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderzoeker, onderzoekers, onderzoekster

ερευνητής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
исследователь, научный, научный сотрудник, исследователя, исследователем

ερευνητής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forsker, forskeren

ερευνητής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
forskare, forskaren, forskar, forskarens

ερευνητής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tutkija, tutkijan, tutkijana, tutkijoiden, tutkijalle

ερευνητής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsker, forskeren, forskere, forskerens

ερευνητής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výzkumník, badatel, vědec, výzkumný pracovník, výzkumný, řešitel

ερευνητής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
badacze, badacz, naukowiec, naukowca, badaczem, badacza

ερευνητής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kutató, kutatói, kutatója, kutatók, kutatónak

ερευνητής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
araştırmacı, araştırmacısı, araştırmacının, bir araştırmacı

ερευνητής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
науково-дослідний, дослідницький, дослідити, дослідник

ερευνητής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
studiues, hulumtues, studiues i, studiuesi, hulumtuesi

ερευνητής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изследовател, изследователя, научен, учен

ερευνητής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
даследчык, даследнік, дасьледчык

ερευνητής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uurija, teadur, teadlane, teadlase, teadlaste, teadustöötaja

ερευνητής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
istraživač, istraživača, istraživačica, znanstvenik, istraživači

ερευνητής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fræðimaður, rannsóknir, vísindamaður, rannsóknarmaður, rannsakandinn

ερευνητής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tyrėjas, tyrinėtojas, mokslo, mokslo darbuotojas, mokslininkas

ερευνητής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pētnieks, pētniece, pētnieku, pētniekam, zinātnieks

ερευνητής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
истражувач, истражувачот, истражувач на, истражувачите, истражувачи

ερευνητής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cercetător, cercetator, cercetatorul, cercetator de, cercetători

ερευνητής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
raziskovalec, raziskovalka, raziskovalca, raziskovalcev

ερευνητής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výskumník, bádateľ, vedec, výskumný, výskumný pracovník
Τυχαίες λέξεις