Λέξη: αόρατος

Σχετικές λέξεις: αόρατος

αόρατος δεσμός, αόρατος ναός, αόρατος πόλεμος αγίου νικοδήμου, αόρατος άνθρωπος, αόρατος εραστής, αόρατος μανδύας, αόρατος paul auster, αόρατος συγγραφέας, αόρατος πόλεμος pdf, αόρατος πόλεμος

Συνώνυμα: αόρατος

αφανής, αθέατος, αθώρητος

Μεταφράσεις: αόρατος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
invisible, unseen, invisibility, unnoticeable
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
invisible, invisibles
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unsichtbar, unsichtbaren, unsichtbare, unsichtbarer, sichtbar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
invisible, discret, invisibles
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
invisibile, invisibili, visibile
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
invisível, invisíveis
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onzichtbaar, onzichtbare, zichtbaar, onzichtbaar is, onzichtbaar zijn
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тайный, невидный, незримый, невидимый, скрытый, пластичный, неразличимый, незаметный, слепой, невидимым, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
usynlig, usynlige, synlig
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
osynlig, osynliga, osynligt, syns
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
näkymätön, näkymättömiä, näkymättömän, näkymätöntä, näkymättömät
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
usynlige, usynlig, usynligt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neviditelný, neviditelné, neviditelná, neviditelným, vidět
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sympatyczny, niewidoczny, niewidzialny, niewidoczne, niewidzialne, niewidoczna
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
láthatatlan, látható, láthatatlanná, láthatatlanok, a láthatatlan
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
görünmez, görünmeyen, görünmez bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
невидимість, невиразність, невидимий, невидиме
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
padukshëm, i padukshëm, padukshme, të padukshme, e padukshme
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
невидим, невидима, невидими, невидимо, невидимата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нябачны, нябачная, нябачнае, нябачную
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nähtamatu, nähtamatud, nähtamatuks, nähtamatut, nähtamatute
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nevidljiv, nevidljivi, nevidljiva, nevidljivo, nevidljive
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ósýnilega, ósýnilegt, ósýnileg, ósýnilegur, ósýnilegir
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nematomas, nematoma, nematomi, nematomos, nepastebimas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neredzams, neredzamu, neredzami, neredzama
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
невидливи, невидливите, невидлив, невидливата, невидливо
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
invizibil, invizibile, invizibilă, invizibila, invizibili
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neviden, nevidni, nevidno, nevidna, nevidne
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neviditeľný, neviditeľné, neviditelný

Στατιστικά δημοτικότητας: αόρατος

Τυχαίες λέξεις