Benk στα ελληνικά
Μετάφραση: benk, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έδρανο, έδρα, πάγκος, παγκάκι, πάγκο, πάγκου, κλίνη
Μεταφράσεις
- ben στα ελληνικά - πόδι, κόκαλο, στάδιο, Ben, Μπεν, Ο Ben, τον Ben, ...
- benekte στα ελληνικά - αρνούμαι, αρνηθεί, αμφισβητεί, αρνούνται, αρνείται
- bensin στα ελληνικά - βενζίνη, αέριο, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
- benytte στα ελληνικά - χρήση, χρησιμοποιώ, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Τυχαίες λέξεις
Benk στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έδρανο, έδρα, πάγκος, παγκάκι, πάγκο, πάγκου, κλίνη
Μεταφράσεις: έδρανο, έδρα, πάγκος, παγκάκι, πάγκο, πάγκου, κλίνη