Λέξη: αιρετικός
Σχετικές λέξεις: αιρετικός
ο αιρετικός, αιρετικός - homo-hereti-cus, άρειος αιρετικός, αιρετικός ετυμολογία, αιρετικός meaning, αιρετικός συνώνυμα
Συνώνυμα: αιρετικός
σχισματικός, φανατικός, ετερίδοξος
Μεταφράσεις: αιρετικός
αιρετικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
heretic, heretical, nonconformist, sectarian, a heretic
αιρετικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hereje, herético, herejes, herética
αιρετικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ketzer, Ketzer, Häretiker, häretisch, Ketzers, Ketzerin
αιρετικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hérétique, hérétiques, hérésie
αιρετικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
eretico, eretica, eretici, heretic
αιρετικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
herege, herético, heretic, herética, hereges
αιρετικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ketter, afvallig, ketterse, ketters, heretic
αιρετικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
еретик, еретиком, еретика
αιρετικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjetter, Heretic, kjettersk, kjetteren, kjetterske
αιρετικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
heretic, kättare, kätterske, kättaren
αιρετικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harhaoppinen, harhaoppiseksi, kerettiläinen, harhaoppisena, heretic
αιρετικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kætter, kætterske, kættere, kættersk
αιρετικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
heretik, kacíř, heretikem, kacířem
αιρετικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
heretyk, kacerz, heretycki, heretykiem, heretyka, heretic
αιρετικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
eretnek, eretneknek, eretneket, eretnekek
αιρετικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kâfir, heretic, kafir, sapkın, heretik
αιρετικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
єретик, єретичний, єретика, еретик
αιρετικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
heretik, heretike, heretikë
αιρετικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
еретик, еретика, еретично, еретици
αιρετικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ерэтык, герэтык
αιρετικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ketser, ketseriks, ketserile, heretic, hereetik
αιρετικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otpadnik, heretik, heretička, heretika
αιρετικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Heretic, Villutrúarmaður
αιρετικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
eretikas, eretiku, eretiškas, erezijos, atskalūnas
αιρετικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ķeceris, Heretic, Ķecerīgie, ķecerim
αιρετικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
еретик, еретикот, еретички, еретичка, еретици
αιρετικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
eretic, eretică, eretici, eretic de
αιρετικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
heretik, kacin, Jeretik, Heretic, Krivoverec, Krivoverski
αιρετικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
heretik, kacír, kacírov
Τυχαίες λέξεις