Λέξη: αιματηρός
Συνώνυμα: αιματηρός
ματωμένος, αιματώδης, αιμοβόρος, βλάσφημος, αιμοχαρής
Μεταφράσεις: αιματηρός
αιματηρός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bloody, sanguinary, a bloody
αιματηρός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sangriento, ensangrentado, sangrienta, con sangre, sanguinolenta
αιματηρός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blutig, verflucht, blutbefleckt, verdammt, blutigen, blutige, blutiger
αιματηρός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sacré, sanguinolent, ensanglanté, maudit, sanglant, sanglante, sanglantes, sanguinaire, sanglants
αιματηρός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sanguinoso, cruento, sanguinosa, sanguinante, insanguinato
αιματηρός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sangrento, sangrenta, bloody, sanguinolenta, sangrentos
αιματηρός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bloedig, bloedige, bloederige, bloederig, bloody
αιματηρός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кровопролитный, кровавый, окровавленный, убийственный, чертов, кровавое, кровавая, кровавые
αιματηρός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blodig, blodige, bloody, blod
αιματηρός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förbannad, blodig, blodiga, blodigt, bloody, jävla
αιματηρός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
verinen, verisen, veristä, verisiä, veriset
αιματηρός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
blodig, blodige, blodigt, bloody
αιματηρός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zkrvavený, krvavý, zatracený, krvavé, krvavá, zatraceně, krvavou
αιματηρός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
krwawy, cholerny, krwawe, bloody, krwawa
αιματηρός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
véres, a véres, véresen, rohadt, átkozott
αιματηρός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kanlı, kanlı bir, bloody, lanet
αιματηρός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скривавлений, кривавий, криваве
αιματηρός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përgjakur, i përgjakshëm, përgjakshme, të përgjakshme, e përgjakshme, përgjakshëm
αιματηρός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кървав, кървава, кървави, кървавата, кърваво
αιματηρός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крывавы
αιματηρός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
verine, neetult, Bloody, verise, verised, veriste
αιματηρός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krvav, crven, krvavi, krvava, krvavo, krvave
αιματηρός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blóðugur, blóðug, Bloody, Blóðugur, blóðugum, blóðuga
αιματηρός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cruentus
αιματηρός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kruvinas, kruvinų, kruvina, Kruvinąją, su krauju
αιματηρός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
asiņains, sasodīti, asiņaina, asiņainu, asiņainā
αιματηρός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
крвав, крвавото, крвавиот, крвави, крвава
αιματηρός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sângeros, sângeroase, sângeroasă, sangeroasa, sangeros
αιματηρός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bloody, krvavo, krvava, krvav, krvavi
αιματηρός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krvavý, krvavá, krvavé, krvavú
Τυχαίες λέξεις