Bestikke στα ελληνικά

Μετάφραση: bestikke, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκμαυλίζω, διαφθείρω, αλλοιώνω, ξεμαυλίζω, δωροδοκία, δωροδοκίας, δωροδοκήσει, μίζα, δωροδοκούν
Bestikke στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bestemthet στα ελληνικά - βεβαιότητα, οριστικότητα, definiteness, προσδιορισιμότητα, την οριστικότητα, διασπά την οριστικότητα
  • bestige στα ελληνικά - αυξάνομαι, όρος, βουνό, ανεβαίνω, ανεβείτε, ανεβαίνουμε, ανέβει, ...
  • bestikkelig στα ελληνικά - αργυρώνητος, εξαγοραζόμενος, venal, εξαγοράσιμοι, αργυρώνητοι
  • bestikkelse στα ελληνικά - λάδωμα, δεκασμός, μαύλισμα, εκμαυλισμός, διαφθορά, ξεμαύλισμα, δωροδοκία, ...
Τυχαίες λέξεις
Bestikke στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκμαυλίζω, διαφθείρω, αλλοιώνω, ξεμαυλίζω, δωροδοκία, δωροδοκίας, δωροδοκήσει, μίζα, δωροδοκούν