Λέξη: συντροφιά
Σχετικές λέξεις: συντροφιά
συντροφιά των εννέα, συντροφιά μου θέλω τους φτωχούς τους ταπεινούς κείνους που δεν ξέρουν παρά μόνο να μοχτούν, συντροφιά θησείου, συντροφιά με το χριστό, συντροφιά με τον αλμπέρ καμύ, συντροφιά πρέσπεσ, συντροφιά του περιβάλλοντος, συντροφιά με τον χριστό, συντροφιά συνώνυμα, συντροφιά με τον άνεμο
Συνώνυμα: συντροφιά
σύναξη, σμήνος, πλήθος, κύκλος, εξώστης θέατρου, εταιρεία, όμιλος, λόχος, παρέα, συναναστροφή, κλίκα, κύκλος συντροφιάς, κοινωνία, εταιρία, σύλλογος, αριστοκρατία, συνεταιρισμός, υποτροφία, αδελφότητα, συναδελφότητα, υφηγεσία, αδελφότης, ομόρρυθμη εταιρεία, φιλία
Μεταφράσεις: συντροφιά
συντροφιά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
companionship, company, bevy, fellowship, companion
συντροφιά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
compañerismo, compañía, el compañerismo, acompañamiento, camaradería
συντροφιά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gesellschaft, genossenschaft, Gesellschaft, Kameradschaft, Begleitung, Geselligkeit, Begleiter
συντροφιά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
société, camaraderie, association, compagnie, coopératif, la compagnie, compagnonnage, de compagnie
συντροφιά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compagnia, la compagnia, compagno, companionship, di compagnia
συντροφιά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
companhia, camaradagem, companheirismo, companionship, a companhia
συντροφιά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gezelschap, kameraadschap, omgang, het gezelschap
συντροφιά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
общество, общение, дружба, товарищество, товарищеские, товарищеские отношения, дружеское общение
συντροφιά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kameratskap, companionship, companion, fellesskap, vennskap
συντροφιά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kamratskap, sällskap, companion, companionship, vänskapsrelationer
συντροφιά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
seura, toveruus, toveruutta, kumppanuus, kumppanuutta
συντροφιά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
selskab, kammeratskab, venskab, følgeskab, ledsagelse
συντροφιά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kamarádství, přátelství, společenství, společnost, spolek, Doprovod, Companionship, Autoerotika
συντροφιά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kompania, towarzystwo, koleżeństwo, obcowanie, koleżenstwo, towarzystwa
συντροφιά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
társaság, társaságát, társaságot, társasága, társaságára
συντροφιά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yoldaşlık, arkadaşlık, refakat, eşlik, refakatçi
συντροφιά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дружба, товариство, спілкування, Общение, Співтовариство
συντροφιά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kompani, shoqëri, Shoqërimi, shoqëria e
συντροφιά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дружба, общуване, компания, спътничество, другарство
συντροφιά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зносіны, Каханне Зносіны, стасункі, Каханне, размову
συντροφιά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
selts, kaaslaseks, kaaslase, seltskonnale, seltsi
συντροφιά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
drugarstvo, druženja, druženje, društvom, društvenost
συντροφιά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
félagsskapur, félagsskap
συντροφιά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
draugija, kompanija, draugavimas, companionship, draugė, Biedriskums
συντροφιά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kompānija, biedriskums, draudzīgas attiecības
συντροφιά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
општеството, дружба, дружењето, дружење, друштво, придружба
συντροφιά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
companie, de companie, tovărășia, tovărășie, companionship
συντροφιά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tovarištvo, druženje, družabništvo, družabnost, spremstvo
συντροφιά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spoločnosť, spoločnosti, spoločnosťou
Στατιστικά δημοτικότητας: συντροφιά
Τυχαίες λέξεις