Λέξη: ακολουθώ

Σχετικές λέξεις: ακολουθώ

ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι, ακολουθεί μετάφραση, ακολουθώ αντωνυμο, ακολουθώ γαλλικά, ακολουθώ κατά πόδας, ακολουθώ πιστά, σ ακολουθώ, ακολουθώ την πεπατημένη, ακολουθώ στα αρχαία, ακολουθώ συνώνυμα

Συνώνυμα: ακολουθώ

κλίνω, προσέχω, υπηρετώ, διακούω, παραβρίσκομαι, φοιτώ, έπομαι, παρακολουθώ, επιδιώκω, καταδιώκω, αρχίζω, έρχομαι, πέφτω, φθάνω

Μεταφράσεις: ακολουθώ

ακολουθώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
follow, accompany, pursue, I follow

ακολουθώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
suceder, acompañar, seguir, siga, seguimiento, sigue, seguirlos

ακολουθώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
folgen, nachgehen, nachkommen, begleiten, jagen, befolgen, verfolgen, folgen Sie, zu folgen, folgt

ακολουθώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
séquelles, chaperonner, raccompagner, respecter, accompagner, reconduire, accompagnez, découler, escorter, poursuivre, joindre, ensuivons, s'ensuivre, ensuivez, accompagnent, ensuivre, suivre, suivez, suivi, procédez, suite

ακολουθώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
seguire, accompagnare, attenersi, attenersi alla, seguire le, segui

ακολουθώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
povo, seguir, suceder, acompanhar, povos, siga, seguem, execute

ακολουθώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vergezellen, voortvloeien, begeleiden, accompagneren, bewandelen, nakomen, volgen, opvolgen, volg, volgt, te volgen

ακολουθώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
развивать, проследить, преследовать, следить, слушать, разуметь, руководиться, провожать, сопровождать, придерживаться, сопутствовать, следовать, аккомпанировать, поддерживать, подыгрывать, смыслить, следуйте, следуют, выполните следующие

ακολουθώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
følge, etterfølge, ledsage, forfølge, arbeide, å forfølge, arbeide for

ακολουθώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
följa, medfölja, följ, följer, att följa, följa den

ακολουθώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
seurata, johtua, mukailla, liittää, jahdata, noudattaa, saattaa, seuraa, noudata, noudatettava

ακολουθώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
følge, ledsage, følg, følger, at følge, du følge

ακολουθώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spojit, provázet, doprovázet, držet, spojovat, sledovat, stopovat, následovat, doprovodit, postupujte, postupujte podle, řídit

ακολουθώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
śledzić, asystować, iść, podążać, akompaniować, nastąpić, załączać, towarzyszyć, następować, wtórować, odprowadzać, postępować, zastosować, wykonaj następujące, wykonaj

ακολουθώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
következik, követ, kövesse, követni, követik

ακολουθώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
izlemek, çıkmak, takip, izleyin, uygulayın, takip edin, aşağıdaki

ακολουθώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дотримуватися, слідуйте, супроводжуйте, притримуватись, слідувати, наслідувати, випливати, йти

ακολουθώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndjek, shoqëroj, vazhdoj, përcjell, ndjekin, ndiqni, ndjekë, të ndjekin

ακολουθώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
следвам, последвам, следвайте, следват, следвате

ακολουθώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прытрымлівацца, вынікаць, ісці, рухацца, кіравацца

ακολουθώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jälgima, kaasnema, tulenema, järgima, saatma, järgida, järgige, jälgida, järgivad

ακολουθώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slijediti, slijedite, razumjeti, pratiti, slijede, pratite

ακολουθώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fylgja, að fylgja, fylgdu, fylgir, fylgst

ακολουθώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sekti, palydėti, vytis, laikytis, atlikite, vadovautis, stebėti

ακολουθώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sekot, izpildiet, sekojiet, ievērot, seko

ακολουθώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
следете, следат, следи, го следат, го следи

ακολουθώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
urmări, urma, urmați, urmeze, urmează

ακολουθώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
slediti, sledite, sledijo, sledimo, sledili

ακολουθώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nasledovať, usilovať, snažiť, usilovať sa, úsilie, sa usilovať
Τυχαίες λέξεις