Bleike στα ελληνικά

Μετάφραση: bleike, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χλωρίνη, λευκαντικό, λευκαντικού, λεύκανσης, λευκαντικών
Bleike στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • blasfemi στα ελληνικά - βλασφημία, βλασφημίας, τη βλασφημία, περί βλασφημίας, της βλασφημίας
  • bleie στα ελληνικά - πάνα, σπάργανο, πανών, Diaper, πάνες
  • blek στα ελληνικά - λευκό, λευκός, ξανθός, άσπρος, χλωμός, χλωμό, ωχρό, ...
  • bleke στα ελληνικά - χλωρίνη, λευκαντικό, ξασπρίζω, λευκαίνω, λευκαίνουν, Whiten, Λευκάνετε
Τυχαίες λέξεις
Bleike στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χλωρίνη, λευκαντικό, λευκαντικού, λεύκανσης, λευκαντικών