Λευκαντικό στα νορβηγικά
Μετάφραση: λευκαντικό, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bleike, bleke, blekemiddel, blekemidler, bleach
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λευκαντικό
λευκαντικό δέρματος, λευκαντικό με υπεροξείδιο, λευκαντικό διάλυμα, λευκαντικό οξυγόνο, λευκαντικό με ενεργό οξυγόνο, λευκαντικό λεξικό γλώσσας νορβηγικά, λευκαντικό στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- λερωμένος στα νορβηγικά - skitten, pjuskete, bedraggled, sjuskete familie velkommen, sjuskete, sjuskete familie
- λερώνω στα νορβηγικά - besmear, kline, kline til, kline til den, å kline
- λευκοπλάστης στα νορβηγικά - teip, tape, selvklebende tape, tapen, klebebånd
- λευκό στα νορβηγικά - hvit, blek, hvite, hvitt, white
Τυχαίες λέξεις
Λευκαντικό στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: bleike, bleke, blekemiddel, blekemidler, bleach
Μεταφράσεις: bleike, bleke, blekemiddel, blekemidler, bleach