Bymessig στα ελληνικά

Μετάφραση: bymessig, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αστικός, αστικών, αστικές, αστική, αστικής
Bymessig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • byks στα ελληνικά - δεμένος, οριοθέτησης, οριοθέτηση, bounding, συντεταγμένων, συνορεύουσες
  • bylt στα ελληνικά - δεσμίδα, μάτσο, σωριάζω, τσουβαλιάζω, δέσμη, συσσωρεύσει, ομαδοποιούν, ...
  • byrd στα ελληνικά - γέννηση, γέννα, καταγωγή, Byrd, Μπερντ, ο Byrd
  • byrde στα ελληνικά - φορτίο, φορτίζω, φόρτωση, γεμίζω, ζαλίκι, φορτώνω, βάρος, ...
Τυχαίες λέξεις
Bymessig στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αστικός, αστικών, αστικές, αστική, αστικής