Diplom στα ελληνικά

Μετάφραση: diplom, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δίπλωμα, διπλώματος, πτυχίο, πτυχίου, δίπλωμα που
Diplom στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dimensjon στα ελληνικά - διάσταση, διάστασης, διαστάσεις, διάσταση της, διαστάσεων
  • din στα ελληνικά - σας, σου, σας για
  • direkte στα ελληνικά - καθοδηγώ, σκηνοθετώ, απευθείας, άμεσος, άμεση, άμεσες, άμεσης
  • direktiv στα ελληνικά - οδηγία, οδηγίας, την οδηγία, της οδηγίας, οδηγίας του
Τυχαίες λέξεις
Diplom στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δίπλωμα, διπλώματος, πτυχίο, πτυχίου, δίπλωμα που