Αυθόρμητος στα αγγλικά

Μετάφραση: αυθόρμητος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
spontaneous, unprompted, impulsive, spontaneity, a spontaneous
Αυθόρμητος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αυθόρμητος

impulsive
  • παρορμητικός
  • αυθόρμητος
  • ορμητικός
unprompted
  • αυθόρμητος
  • απαρόρμητος
spontaneous
  • αυθόρμητος
  • πηγαίος
  • αυτόματος

Σχετικές λέξεις: αυθόρμητος

αυθόρμητος στα αγγλικά, αυθόρμητος υλισμός, αυθόρμητος λόγος, αυθόρμητος english, αυθόρμητος συνώνυμο, αυθόρμητος λεξικό γλώσσας αγγλικά, αυθόρμητος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • αυθεντικός στα αγγλικά - authentic, genuine, authoritative, authentical, original
  • αυθορμητισμός στα αγγλικά - impetuosity, spontaneity, spontaneousness, spontaneity of, impulsiveness
  • αυλάκι στα αγγλικά - groove, furrow, rut, trough, ditch, channel
  • αυλή στα αγγλικά - yard, court, courtyard, the courtyard, the yard
Τυχαίες λέξεις
Αυθόρμητος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: spontaneous, unprompted, impulsive, spontaneity, a spontaneous