Dom στα ελληνικά

Μετάφραση: dom, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άποψη, καταδίκη, γνωμάτευση, ετυμηγορία, κρίση, καταδικάζω, γνώμη, πρόταση, δικαστική απόφαση, απόφαση, αποφάσεως, απόφασης
Dom στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dokumentmappe στα ελληνικά - χαρτοφύλακας, χαρτοφύλακα, χαρτοφύλακά, βαλίτσα, τον χαρτοφύλακά
  • dolk στα ελληνικά - μαχαίρι, στιλέτο, εγχειρίδιο, σταυρό, με σταυρό
  • dominere στα ελληνικά - δεσπόζω, κυριαρχώ, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν
  • domkirke στα ελληνικά - καθεδρικός ναός, καθεδρικός, καθεδρικό ναό, τον καθεδρικό ναό, καθεδρικό ναό του
Τυχαίες λέξεις
Dom στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άποψη, καταδίκη, γνωμάτευση, ετυμηγορία, κρίση, καταδικάζω, γνώμη, πρόταση, δικαστική απόφαση, απόφαση, αποφάσεως, απόφασης