Erfaring στα ελληνικά

Μετάφραση: erfaring, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών
Erfaring στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eremitt στα ελληνικά - ερημίτης, ασκητής, ερημίτη, ερημιτών, ασκητή
  • erfaren στα ελληνικά - ικανός, επιτήδειος, ειδικός, εμπειρογνώμονας, προχωρημένος, εμπειρογνώμων, επιδέξιος, ...
  • ergre στα ελληνικά - τσουκνίδα, εξοργίζω, ερεθίζω, παροργίζω, εκνευρίζει, εξοργιζόμαστε
  • erindre στα ελληνικά - θυμάμαι, θυμάστε, θυμηθείτε, θυμόμαστε, να θυμάστε
Τυχαίες λέξεις
Erfaring στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών