Λέξη: αποπληρωμή

Σχετικές λέξεις: αποπληρωμή

αποπληρωμή δανείου οεκ, αποπληρωμή ε.φ.κ πετρελαίου 2013 (α ́δοση), αποπληρωμή λαεκ 2012, αποπληρωμή δανείου, αποπληρωμή δανείων μέχρι 60 χρόνια, αποπληρωμή στεγαστικού δανείου, αποπληρωμή ε.φ.κ πετρελαίου 2013 (β ́δοση), αποπληρωμή ελληνικού χρέους, αποπληρωμή δανείων, αποπληρωμή πιστωτικής κάρτας

Μεταφράσεις: αποπληρωμή

αποπληρωμή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
repayment, repayments, payout, repay, pay off

αποπληρωμή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
devolución, reembolso, pago, amortización, de reembolso

αποπληρωμή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ablösung, rückzahlung, tilgung, vergeltung, Rückzahlung, Tilgung, Rückzahlungs, Erstattung, Tilgungs

αποπληρωμή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
remboursement, renvoi, acquittement, retour, restitution, le remboursement, de remboursement, remboursements, rembourser

αποπληρωμή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rimborso, di rimborso, il rimborso, restituzione, rimborso del

αποπληρωμή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tornar, retribuir, reembolso, reembolse, de reembolso, o reembolso, pagamento, restituição

αποπληρωμή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
annuïteit, afbetalingstermijn, terugbetaling, aflossing, de terugbetaling, vergoeding, terugbetaald

αποπληρωμή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
погашение, ссуда, оплата, выкуп, отплата, возврат, вознаграждение, возвращение, уплата, возмещение, возвращение денег, погашения, возврат денег, возвращение денег и

αποπληρωμή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilbakebetaling, nedbetaling, gjenværende, nedbetalings, avdrags

αποπληρωμή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
återbetalning, återbetalnings, återbetalningen, åter, återbetalningar

αποπληρωμή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
takaisinmaksu, takaisinmaksun, palauttamista, takaisinmaksua, takaisinmaksuun

αποπληρωμή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilbagebetaling, godtgørelse, tilbagebetalingen, indfrielse, tilbagebetalt

αποπληρωμή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zaplacení, splacení, vrácení, vyrovnání, proplacení, splátka, splácení, splátky

αποπληρωμή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zwrot, odpłatność, spłata, spłaty, zwrotu, spłatę

αποπληρωμή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
visszafizetés, törlesztés, visszafizetési, visszafizetése, visszafizetését

αποπληρωμή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ödeme, geri ödeme, geri ödemesi, geri ödenmesi

αποπληρωμή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
віддавати, відшкодовувати, відплачувати, повертати, погашення

αποπληρωμή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shlyerjes, ripagimit, Shlyerja, shlyerje, shlyerjen

αποπληρωμή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отплата, изплащане, погасяване, възстановяване, изплащането, връщане

αποπληρωμή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пагашэнне, пагашэньне

αποπληρωμή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tagasimakse, tagasimaksmine, tagasimaksmise, tagasimaksmist, tagasimaksmiseks

αποπληρωμή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
povrat, otplata, otplate, otplatu, rok otplate

αποπληρωμή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
endurgreiðslu, endurgreiðsla, endurgreiðslur, Endurgreiðslan, greidd

αποπληρωμή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
grąžinimas, grąžinimo, grąžinti, grąžinimą, kredito grąžinimas

αποπληρωμή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atmaksa, atmaksāšana, atmaksas, atmaksu, atmaksāšanu

αποπληρωμή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
отплата, на отплата, враќање, отплатата, отплата на

αποπληρωμή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rambursare, rambursarea, de rambursare, rambursării, restituirea

αποπληρωμή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odplačilo, odplačevanja, vračilo, odplačila, povračilo

αποπληρωμή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
splátka, splátky, tranža, splatenie, platba
Τυχαίες λέξεις