Λέξη: ταραξίας

Σχετικές λέξεις: ταραξίας

ταραξίας feat. georgina - όλα αλλάζουν, ταραξίας nivo - ταρακούνησέ τους στιχοι, ταραξίας θα τα καταφερω lyrics, ταραξίας nivo - ταρακούνησέ τους, ταραξίας download, ταραξίας wiki, ταραξίας 1-4 - διχάλα στίχοι, ταραξίας ft εισβολέας - πόνος στιχοι, ταραξίας το σήμα στίχοι, ταραξίας ναρκωτικά

Συνώνυμα: ταραξίας

εριστικός, νταής, οχλαγωγός, αυτός που διακόπτει ρήτορα, αλήτης, γκάγκστερ, μάγκας, ταραχοποιός, αναμικτήρας, ανάμικτρο, υποκινητής, γλεντζές, παλικαράς, γλετζές

Μεταφράσεις: ταραξίας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rioter, troublemaker, heckler, trouble maker, agitator, hoodlum
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
objetante, Heckler, persona que interrumpe, provocador, la persona que interrumpe
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
querulant, aufrührer, randalierer, stänkerer, störenfried, Zwischenrufer, Rufer, heckler, von Heckler
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
émeutier, débauché, fomentateur, agitateur, provocateur, perturbateur, siffleur, Heckler, chahuteur, élément perturbateur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cardatore, Heckler, disturbatore, seccatore, sobillatore
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
Heckler, desordeiro, confrontador, provocador, do desordeiro
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitslover, dienstdoener, Ordeverstoorder, heckler, uitslovers
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скандалист, бунтовщик, смутьян, мятежник, Heckler, Хеклер, Враждебно настроенный оппонент
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
møteplager, Heckler, plager
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Heckler, häcklare
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
Heckler, häiritsijöiksi, Heckler &
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Heckler
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prostopášník, buřič, provokatér, Heckler, výtržník, výtržníka, Heckler &
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
warchoł, podżegacz, hulaka, rozpustnik, mąciciel, demonstrant, kozak, mąciwoda, wichrzyciel, intrygant, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kötözködő, Heckler, heccelő, a HECKLER
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
keten tarakçısı, heckler, sorularla sıkıştıran kimse, adet Heckler
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
Heckler
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ai që bën pyetje të pakëndshme, Heckler, bën pyetje të pakëndshme, Hekler & amp
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Heckler, Хеклер
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Heckler
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
märatseja, pahandusetegija, tüliõun, meeleavaldaja, Heckler
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pobunjenik, ispitivač, Heckler, Heckler se
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Heckler
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Heckler
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
HECKLER
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Хеклер, heckler
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
heckler, comentau cu voce tare
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Heckler
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výtržník, provokatér
Τυχαίες λέξεις