Gruve στα ελληνικά
Μετάφραση: gruve, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορυχείο, μεταλλείο, κοιλότητα, νάρκη, λάκκος, εξόρυξη, εξόρυξης, ορυχεία, ορυχείων, εξορυκτικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- grusom στα ελληνικά - απάνθρωπος, σκληρός, άγριος, βάρβαρος, σκληρή, σκληρής, σκληρές, ...
- grusomhet στα ελληνικά - απανθρωπιά, σκληρότητα, σκληρότητας, τη σκληρότητα, βαναυσότητα, αγριότητα
- gruvearbeider στα ελληνικά - ανθρακωρύχος, μεταλλωρύχος, Miner, ανθρακωρύχου, ανθρακωρύχων
- gruvedrift στα ελληνικά - εξόρυξη, εξόρυξης, ορυχεία, ορυχείων, εξορυκτικές
Τυχαίες λέξεις
Gruve στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορυχείο, μεταλλείο, κοιλότητα, νάρκη, λάκκος, εξόρυξη, εξόρυξης, ορυχεία, ορυχείων, εξορυκτικές
Μεταφράσεις: ορυχείο, μεταλλείο, κοιλότητα, νάρκη, λάκκος, εξόρυξη, εξόρυξης, ορυχεία, ορυχείων, εξορυκτικές