Λέξη: γράσο

Σχετικές λέξεις: γράσο

γράσο αλυσίδας, γράσο σιλικόνης, γράσο υψηλών θερμοκρασιών, γράσο θαλάσσης, γράσο ρουλεμάν, γράσο καθάρισμα, γράσο γραφίτη, γράσο λιθίου, γράσο χαλκού, γράσο τιμή

Συνώνυμα: γράσο

λίπος, λιπαντικό, λιπαρά αλοιφή, λιπαρή αλοιφή, λειαντικό, λιπαντική ουσία, λάδι μηχανής

Μεταφράσεις: γράσο

γράσο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
grease, lubricant, grease to

γράσο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
untar, engrasar, unto, grasa, lubricar, la grasa, de grasa, grasas, grasa de

γράσο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fett, schmutz, fette, schmiere, schmierfett, schmieren, abdichten, fetten, Fett, Schmierfett

γράσο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enduire, lubrifier, graisse, gribouiller, barbouiller, saleté, cambouis, ordure, graissage, graisser, lubrifiant, la graisse, de graisse, graisses, de la graisse

γράσο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
untume, ungere, ingrassare, grasso, di grasso, il grasso, del grasso

γράσο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pastar, untar, paste, gordura, banha, graxa, massa lubrificante, de graxa, graxa de

γράσο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
smeer, invetten, smeren, vet, vetten, smeervet, vetvrij

γράσο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
промазать, сало, мазь, грязь, сор, замаслить, просалить, подсед, маслить, мокрец, засаливать, засалить, просаливать, смазать, смазывать, смазка, смазки, жир, смазку, консистентная смазка

γράσο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fett, smørefett, fettet

γράσο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smörja, flott, talg, smet, fett, fettet, smörjfett

γράσο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ihra, voide, lika, rasvata, voidella, törky, rasva, saasta, öljytä, rasvaa, rasvan, rasvalla, rasvasta

γράσο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fedt, smørefedt, fedtet, fedtstof

γράσο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kolomaz, mazadlo, mazat, olejovat, mastit, mazivo, tuk, namazat, sádlo, mastnota, omastek, promazat, omastit, mazací tuk, mastnoty, mastnot

γράσο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tłuścić, maź, smarować, smalec, tłuszcz, smar, omaścić, nasmarować, pomada, okrasa, posmarować, natłuszczać, smaru, smarem

γράσο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zsír, zsírt, zsírral, kenőzsír, kenőanyag

γράσο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pislik, kir, gres, yağ, gresi, yağı, gres yağı

γράσο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
змазати, мастити, змазувати, змащувати, змастити, мастило, змащення, змазка, змащування, смазка

γράσο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
yndyrë, lyrë, graso, dhjamë, lyrësoj

γράσο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сало, грес, мазнини, мазнина, смазка, смазки

γράσο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
змазка, сістэма змазкі, спецыяльныя аксэсуары, змазкі, смазка

γράσο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
määre, määrima, rasv, rasva, grease, määrdega

γράσο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mazivo, podmazati, mast, masti, masnoće, masnoća

γράσο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
feiti, fita, fitu, smyrja vélina, smurfeiti

γράσο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
arvina

γράσο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
purvas, tepalas, riebalų, tepalo, riebalai, riebalus

γράσο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dubļi, ziede, tauki, smērvielu, smērviela, taukvielas

γράσο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
маст, маснотии, маснотија, маснотијата, масти

γράσο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
unsoare, murdărie, grăsime, grăsimi, vaselină, de grăsime

γράσο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mazivo, mazat, namazat, mast, masti, maščobe, maščobo

γράσο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mazať, maz, mazivo, tuk, tuku, tuky, olej
Τυχαίες λέξεις