Imot στα ελληνικά
Μετάφραση: imot, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εναντίον, κατά, έναντι, κατά της, από
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- imellom στα ελληνικά - μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του
- immunitet στα ελληνικά - ανοσία, αντίσταση, ασυδοσία, αντοχή, ασυλία, Ανοσία, Η ασυλία, ...
- imperfektum στα ελληνικά - ατελής, ατελή, ατελούς, ατελείς, ατελές
- import στα ελληνικά - εισάγω, εισαγωγές, οι εισαγωγές, εισαγωγών, των εισαγωγών, τις εισαγωγές
Τυχαίες λέξεις
Imot στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εναντίον, κατά, έναντι, κατά της, από
Μεταφράσεις: εναντίον, κατά, έναντι, κατά της, από