Λέξη: τσιτσιρίζω
Συνώνυμα: τσιτσιρίζω
σφυρίζω, σφυρίζω αποδοκιμαστικά, αποδοκιμάζω, κρυφοκοιτάζω, αχνίζω, συρίζω καιομένος
Μεταφράσεις: τσιτσιρίζω
τσιτσιρίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sizzle, tweet, peep, hiss
τσιτσιρίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
Tweet, pío, tuit, Twitter, de Twitter
τσιτσιρίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
profilzischen, Piepsen, tweet, tweeten, tweeten sie, senden Tweet
τσιτσιρίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sifflement, Tweet, bip, Twitter, Tweet Page, tweets
τσιτσιρίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sfrigolare, Tweet, Twitter, Tweet Pagina, Facebook Twitter
τσιτσιρίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chilrear, Tweet, Tweet Página, do tweet, página Tweet
τσιτσιρίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gekwetter, tweet, Tweet Vorige, Share tweet, leuk Tweet
τσιτσιρίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шипение, обжигать, испепелять, шипеть, чирикать, Tweet, твит, чириканье, чириканья
τσιτσιρίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tweet, tweeten, Gå, Tweet Når, Twetten
τσιτσιρίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tweet, Tweet På, Tweet Referera, tweeten, KVITTER
τσιτσιρίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rätistä, pihinä, piipittää, visertää, Tweet, jaa, titityy
τσιτσιρίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Tweet, Kvivit, kvidre, Facebook Twitter
τσιτσιρίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
syčet, sykot, Tweet, Předchozí, Tweet Předchozí, pípání, Facebook Twitter
τσιτσιρίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skwierczeć, skwierczenie, zaskwierczeć, syk, ćwierkać, ćwierkanie, Tweet, Facebook Twitter
τσιτσιρίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csipog, Tweet, tweetet, csipogás
τσιτσιρίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cıvıltı, cıvıldamak, Tweet, bir tweet
τσιτσιρίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
опікати, шипіння, обпалювати, спопеляти, сичати, чірікать, цвірінькати, Щебетати, цвірінчати
τσιτσιρίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
cicërimë, cicëroj, tweet, cicërimë e
τσιτσιρίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чуруликане, Tweet, чуруликам, туит, Tweet Добави в Svejo
τσιτσιρίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цвіркалі, цвыркаюць, Цвіркалі DMCA.com
τσιτσιρίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
särin, pragisema, särisema, piiksuma, Tweet, lehte Tweet, piiksatus, säutsu
τσιτσιρίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
cvrčati, peći, pištanje, cvrčanje, pištati, cvrkut, Tweet, cvrkutati, je tweet, Tweet Pogledajte
τσιτσιρίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Tweet, kvak
τσιτσιρίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Tweet, Čivināšana, Čivināt, Share tweet
τσιτσιρίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
čivināt, Tweet, čivināšana, Tweet Šeit
τσιτσιρίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чуруликам, твит, Tweet, во чуруликам, ѕиркаат
τσιτσιρίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tweet, Facebook Twitter, tweet de, Second Hand
τσιτσιρίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tweet, Cvrkutati, Tweet Pred, Tweet Na
τσιτσιρίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sykot, tweet, pípanie, Tweet Pre, text Twitter
Τυχαίες λέξεις