Λέξη: συχνάζω

Σχετικές λέξεις: συχνάζω

συχνάζω english

Συνώνυμα: συχνάζω

προσφεύγω, καταφεύγω

Μεταφράσεις: συχνάζω

συχνάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
frequent, hang out, haunt, Hang, I frequent

συχνάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
frecuente, cursar, frecuentes, frecuencia, frecuentemente, con frecuencia

συχνάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
häufig, häufige, häufigen, häufiger, häufigsten

συχνάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
répandu, hanter, fréquenter, fréquent, commun, courant, voir, fréquente, fréquentes, fréquents, fréquemment

συχνάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frequente, frequenti, spesso, frequenza, frequentemente

συχνάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
frequente, francês, frequentar, freqüente, freqüentes, frequentes, frequentemente

συχνάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veelvuldig, frequente, frequent, regelmatig, voorkomende

συχνάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
таскаться, многократный, частотный, бывать, частый, часто, частое, частые, частым

συχνάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hyppig, hyppige, hyppigere, ofte, vanlig

συχνάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
frekvent, frekventa, ofta, täta, vanligare

συχνάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tiheä, usein, toistuvasti, kanta, yleisiä

συχνάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hyppig, hyppige, ofte, hyppigt, hyppigere

συχνάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hojný, častý, navštěvovat, běžný, obvyklý, časté, často, častým, častá

συχνάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bywać, rozpowszechniony, częsty, odwiedzać, uczęszczać, częste, często, częściej, częstym

συχνάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyakori, gyakran, gyakoribb, a gyakori, gyakrabban

συχνάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sık, sık sık, sık görülen, sıklıkla, sıkça

συχνάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
частий, частотний, найчастіший, часте, частіший

συχνάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpeshtë, ndjek, i shpeshtë, shpeshta, të shpeshta, e shpeshtë

συχνάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чест, често, чести, честа, честото

συχνάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
часты, частае, частая

συχνάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
korduv, sage, sagedane, sagedased, sagedaste, sagedase

συχνάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čest, učestalo, učestao, čestih, frekventan, česte, česta, česti

συχνάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tíð, oft, tíður, algengari, tíðar

συχνάζω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
creber

συχνάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lankyti, dažnas, dažnai, dažniau, dažna, dažni

συχνάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
biežs, bieži, bieža, biežāk, biežas

συχνάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
честите, чести, честа, често, чест

συχνάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
frecvent, frecvente, frecventă, frecventa, des

συχνάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pogosto, pogost, pogoste, pogosti, pogosta, pogostejši

συχνάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
častý, časté, častá, častú, častým
Τυχαίες λέξεις