Innehaver στα ελληνικά

Μετάφραση: innehaver, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κομιστής, θήκη, φορέας, κάτοχος, κατόχου, κατόχου της, κάτοχος της, Holder
Innehaver στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inndrive στα ελληνικά - συλλογή, συλλέγουν, συλλέγει, συλλέξει, τη συλλογή
  • innebære στα ελληνικά - υπονοώ, εννοώ, μέσο, μέσος, σημαίνει, νοείται
  • inneholde στα ελληνικά - περιέχω, συμπεριλαμβάνω, ενσωματώνω, αναχαιτίζω, περιλαμβάνω, κρατώ, αμπάρι, ...
  • innen στα ελληνικά - μέσα, εντός, με, από, κατά, από την, του
Τυχαίες λέξεις
Innehaver στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κομιστής, θήκη, φορέας, κάτοχος, κατόχου, κατόχου της, κάτοχος της, Holder