Λέξη: διευκολύνω
Σχετικές λέξεις: διευκολύνω
διευκολύνω κλιση, διευκολύνω συνώνυμα, διευκολύνω translate, διευκολύνω συνώνυμο, διευκολύνω αντωνυμο, διευκολύνω στα αγγλικα
Συνώνυμα: διευκολύνω
επισπεύδω, εκτελώ με ταχύ ρυθμό, ευκολύνω, φιλοξενώ, περιλαμβάνω, συμβιβάζω
Μεταφράσεις: διευκολύνω
διευκολύνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
facilitate, expedite, facilitator, this easier, a facilitator
διευκολύνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
posibilitar, facilitar, facilitar la, facilitar el, de facilitar, facilitará
διευκολύνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erleichtern, ermöglichen, zu erleichtern, Erleichterung, erleichtert
διευκολύνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
facilitez, faciliter, facilitons, facilitent, soulager, de faciliter, faciliter la, faciliter les
διευκολύνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
agevolare, facilitare, facilitare la, facilitare il
διευκολύνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
facilite, fácil, facilitar, facilitar a, facilitar o, facilitam, facilitará
διευκολύνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verlichten, vergemakkelijken, te vergemakkelijken, bevorderen, faciliteren, vergemakkelijkt
διευκολύνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
помогать, облегчить, облегчать, продвигать, посодействовать, содействовать, способствовать, облегчения, содействия
διευκολύνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lette, forenkle, legge til rette, tilrettelegge, rette
διευκολύνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
underlätta, lätta, att underlätta, underlättar, lättare
διευκολύνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
myötävaikuttaa, edesauttaa, edistää, helpottaa, auttaa, helpottamiseksi, helpottamaan, helpotetaan, helpottavat
διευκολύνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lette, fremme, lettere, gøre det lettere, letter
διευκολύνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ulehčit, usnadnit, usnadnění, usnadňovat, usnadňují, usnadnila
διευκολύνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
umożliwiać, udostępnić, ułatwić, udogodnić, ułatwiać, udostępniać, ułatwienia, ułatwienie, ułatwiają
διευκολύνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megkönnyítése, elősegítése, megkönnyítse, megkönnyítik, megkönnyítsék
διευκολύνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kolaylaştırmak, kolaylaştıracak, kolaylaştıran, kolaylaştırılması, kolaylaştırır
διευκολύνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сприяти, полегшувати, полегшити, сприятиме, сприятимуть
διευκολύνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lehtësoj, ndihmoj, lehtësuar, të lehtësuar, lehtësojë
διευκολύνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
улесняване, улеснят, улесни, улесняване на, улесняват
διευκολύνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спрыяць, садзейнічаць
διευκολύνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hõlbustama, lihtsustama, hõlbustada, hõlbustamiseks, lihtsustada
διευκολύνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
olakša, olakšati, pomoći, olakšavati, omogućivati, olakšalo, se olakšalo, olakšao, olakšavanje
διευκολύνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
auðvelda, greiða, að auðvelda, greiða fyrir, stuðla
διευκολύνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
palengvinti, lengviau, palengvintų, palengvina, palankesnes sąlygas
διευκολύνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atvieglot, sekmēt, atvieglotu, veicinātu, sekmētu
διευκολύνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
олеснување, олеснат, олесни, се олесни, олеснување на
διευκολύνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
uşura, facilita, faciliteze, a facilita, facilitarea, facilitează
διευκολύνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
olajšanje, olajšati, olajša, olajšala, olajšali
διευκολύνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
uľahčiť, uľahčenie, zjednodušiť, umožniť, uľahčovať