Λέξη: διευθύνω

Σχετικές λέξεις: διευθύνω

διευθύνω ορχήστρα, διευθύνω ετυμολογια, διευθύνω συνώνυμο, διευθύνω αόριστοσ, διευθύνω οικογένειες λέξεων, διευθύνω συνώνυμα

Συνώνυμα: διευθύνω

διευθύνομαι, πηγαίνω, ορίζω τον δρόμον, ορίζω την πορείαν, πηδαλιουχώ, γυμνάζομαι, γυμνάζω, προγυμνάζω, σύρω, εξασκώ, απευθύνω, κατευθύνω, δείχνω, προΐσταμαι, ελέγχω, διαχειρίζομαι, κατορθώνω, χειρίζομαι, απευθύνομαι, προσφωνώ, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω, διεξάγω, καταδυναστεύω

Μεταφράσεις: διευθύνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
manage, wend, conduct, direct, domineer
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dirigir, administrar, guiar, wend, de WEND, la WEND, VENDO
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
überwachen, leiten, kontrollieren, bewältigen, meistern, wend
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pointer, régner, guider, gérer, régir, parvenir, surveiller, maîtriser, orienter, s'arranger, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
reggere, maneggiare, guidare, amministrare, dirigere, governare, condurre, gestire, Wend
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reger, gerências, gerir, dirigir, controle, guiar, governar, dirigir-se, Wend, serpenteiam pelo meio, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mennen, besturen, richten, toedienen, dirigeren, administreren, beheren, zich begeven, Wend
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
умудряться, суметь, смочь, владеть, усмирять, заведовать, руководить, одолеть, ухитряться, ухитриться, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
greie, lede, administrere, wend
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förestå, manövrera, hantera, förvalta, handha, Wend
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hoitaa, keplotella, johtaa, jaksaa, lähteä, Wend
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Wend, Vender, Venden
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dovést, dosáhnout, ovládat, řídit, vládnout, kontrolovat, spravovat, vést, dokázat, zvládnout, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zarządzać, uporać, rozprawiać, prowadzić, władać, wyznaczać, administrować, radzić, zagospodarować, kierować, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
irányít, Wend
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
wend, kullanır WEND
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наручники, Венд, венеди
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
administroj, kontrolloj, drejtohem, shkoj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тръгвам, отправям се, отправям, Wend
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Вэндзі
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
haldama, WEND
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
upravljati, uputiti se
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
haga, takast, wend
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
curo, moderor
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Wend
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārraudzīt, vadīt, Wend
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
испраќам, да испраќам
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
merge încet, WEND
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dovést, vést, Nanašati, Nanašati se
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ovládať, vedieť, zamieriť, namieriť
Τυχαίες λέξεις