Λέξη: αδύνατος

Σχετικές λέξεις: αδύνατος

αδύνατος τύπος προσωπικών αντωνυμιών, αδύνατος ονειροκρίτης, αδύνατος τύπος κτητικής αντωνυμίας, αδύνατος σκύλος, αδύνατος συνώνυμα, θηρίο αδύνατος, αδύνατος στα αγγλικα, αδύνατος τύπος προσωπικής αντωνυμίας, αδύνατος τύπος, αδύνατος τύπος αντωνυμίας

Συνώνυμα: αδύνατος

ωχρός, χλωμός, μικροκαμωμένος, μικρός, λεπτός, ισχνός, λιγνός, αραιός, αδύναμος, φιλάσθενος, εύθραυστος, χυμώδης, εύχυμος, ανόητος, εύπιστος, ευαπάτητος, μαλακός, ξεθωριασμένος, νερωμένος, ασθενικός, αραχνοΰφαντος, απεριποίητος, με βλαστούς, λιγοστός, καλλίγραμος, ανίκανος, ασθενέστερος, ατροφικός, υποσιτιζόμενος, άνευρος, χαύνος, μαραμένος, ανίσχυρος

Μεταφράσεις: αδύνατος

αδύνατος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
puny, weak, impossible, thin, impossible to, not possible

αδύνατος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enclenque, endeble, débil, débiles, debilidad, flojo

αδύνατος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kümmerlich, schwach, schwachen, schwache, schwacher

αδύνατος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
infirme, chétif, valétudinaire, menu, malingre, maigre, minuscule, petit, fin, faible, faibles, faiblesse, la faiblesse, faiblesse de

αδύνατος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
debole, deboli, debolezza, scarso

αδύνατος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fraco, débil, fraca, fracos, fracas

αδύνατος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwak, zwakke, weak, zwak is, een zwakke

αδύνατος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
слабый, незначительный, дохлый, маленький, ледащий, щуплый, тщедушный, хилый, ничтожный, чахлый, слабым, слабой, слабая, слабое

αδύνατος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
svak, svake, svakt, ballen

αδύνατος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
svag, svaga, svagt, hyfsad, en svag

αδύνατος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
heikko, heikkoja, heikkoa, heikot, heikon

αδύνατος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
svag, svage, svagt, ringe, en svag

αδύνατος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
drobný, neduživý, maličký, slabý, slabé, slabá, nedostačující, slabí

αδύνατος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cherlawy, mizerny, drobny, słabowity, słaby, słabe, słaba, słabym, słabych

αδύνατος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyenge, a gyenge, gyengék, gyengének

αδύνατος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zayıf, zayıf bir, zayıftır, güçsüz

αδύνατος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
понтія, слабкий, легкий, помірний, слабка, слабке

αδύνατος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i dobët, dobët, e dobët, të dobët, dobëta

αδύνατος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
слаб, слабо, слаба, слаби, слабата

αδύνατος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
слабы, лёгкі, умераны, ціхі

αδύνατος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nõrk, nõrgad, nõrga, nõrkade, nõrka

αδύνατος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mali, zakržljao, slabunjav, slab, slaba, slabi, slabe, slabo

αδύνατος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
veikt, veik, slakur, veikburða, veikur

αδύνατος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
silpnas, silpna, silpni, silpnai, Saugų linija silpnas

αδύνατος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vājš, vāja, vāji, vājas, vāju

αδύνατος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
слаб, слаба, слаби, слабата, слабите

αδύνατος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
slab, slabă, slabe, slaba, slabi

αδύνατος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
šibko, šibka, šibek, šibke, slaba

αδύνατος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
drobný, maličký, neduživý, slabý, slabé, slabá, mierny, malý
Τυχαίες λέξεις