Innsats στα ελληνικά

Μετάφραση: innsats, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάσσαλος, προ-, προσπάθειες, προσπαθειών, οι προσπάθειες, προσπάθειές, τις προσπάθειες
Innsats στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • innretning στα ελληνικά - μηχάνημα, τέχνασμα, συσκευή, συσκευής, διάταξη, της συσκευής, τη συσκευή
  • innrømme στα ελληνικά - παραδέχομαι, εισάγω, επιτρέπω, αφήνω, ενοικιάζομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, ...
  • innsette στα ελληνικά - εισάγω, βάζω, εγκαταστάθηκε, inducted, εγκαθίσταται, δεκτός, που εγκαθίσταται
  • innside στα ελληνικά - μέσα, εντός, εσωτερικό, στο εσωτερικό, μέσα σε
Τυχαίες λέξεις
Innsats στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάσσαλος, προ-, προσπάθειες, προσπαθειών, οι προσπάθειες, προσπάθειές, τις προσπάθειες