Λέξη: συνωμότης
Σχετικές λέξεις: συνωμότης
συνωμότης λαρισα, συνωμότης ετυμολογια
Συνώνυμα: συνωμότης
σχεδιογράφος
Μεταφράσεις: συνωμότης
συνωμότης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conspirator, plotter, a conspirator, conspiring
συνωμότης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conspirador, conspiradora, conspiración, conspiradores, cómplice
συνωμότης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verschwörer, Verschwörer, Verschwörers, conspirator
συνωμότης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conjuré, conspirateur, complice, conspirateurs, complot
συνωμότης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cospiratore, conspirator, complice, congiurato, cospiratori
συνωμότης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
conspirador, conspiração, conspirator, conspiradora, conspiradores
συνωμότης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
samenzweerder, conspirator, samenzweerders, complotteur
συνωμότης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
конспиратор, заговорщик, заговорщиком, заговорщика, конспиратором
συνωμότης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
conspirator, konspiratører, medsammensvorne
συνωμότης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
komplottsmidaren, conspiratoren, konspiratör, conspirator, konspiratören
συνωμότης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
juonittelija, vehkeilijä, juonija, salaliittolainen, salavehkeilijä, conspirator, salaliittolaisen
συνωμότης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
medsammensvoren, konspirator, sammensvoren, conspirator, sammensværgeren
συνωμότης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spiklenec, konspirátor, spiklence, spiklencem, spiklenců
συνωμότης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spiskowiec, konspirator, konspiratorem, spiskowcem, conspirator
συνωμότης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
összeesküvő, összeesküvõ, összeesküvőt, összeesküvéssel, összeesküvők
συνωμότης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
komplocu, suikastçı, suikâstçi, komplocu bir, suikastçın
συνωμότης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
змовник, конспіратор, змовника, змовницькому
συνωμότης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
konspirator, komplotist, konspiratorët, konspiratorët e, nga konspiratorët
συνωμότης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
конспиратор, заговорник, престъпна група, на престъпна, на престъпна група
συνωμότης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
змоўшчык
συνωμότης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
konspiraator, vandenõulane, Conspirator, Salavehkeilijä, vandeseltslane, Vehkeilijä
συνωμότης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zavjerenik, konspirator, urotnik
συνωμότης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
conspirator
συνωμότης στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
coniuratus
συνωμότης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bendrininkas, konspiratorius, bendrininku, sąmokslininkas, Konspirator
συνωμότης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sazvērnieks, konspirators
συνωμότης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заговорник, конспиратор, заговорот, заговорникот
συνωμότης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
conspirator, conspiratorul, complice, conspirat, complicelui
συνωμότης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zarotnik, zarotnika, Zavjerenik
συνωμότης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spiklenec
Τυχαίες λέξεις