Λέξη: δικηγόρος

Σχετικές λέξεις: δικηγόρος

δικηγόρος παρ' εφέταις, δικηγόρος θεσσαλονίκης, δικηγόρος δράμας, δικηγόρος διονύσης ρίζος, δικηγόρος παρ αρείω πάγω, δικηγόρος θεσσαλονίκη, δικηγόρος χ. φασλής, δικηγόρος αθηνών, δικηγόρος διαζυγίων, δικηγόρος αγρίνιο, ζητείται δικηγόρος

Συνώνυμα: δικηγόρος

νομικός, συμβουλή, συνήγορος, σύσκεψη, γνώμη, διαβούλευση, πληρεξούσιος, σύμβουλος, νομικός σύμβουλος, ζητών ψήφους, ζητών παραγγελίας, εισαγγελεύς

Μεταφράσεις: δικηγόρος

δικηγόρος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lawyer, attorney, counsel, solicitor, a lawyer

δικηγόρος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jurista, abogado, letrado, licenciado, abogados, abogado de, abogada, el abogado

δικηγόρος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bevollmächtigte, jurist, anwalt, rechtsanwalt, advokat, rechtsberater, Rechtsanwalt, Jurist, Anwalt, Anwalts

δικηγόρος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
défenseur, avoué, notaire, avocat, mandataire, juriste, avocate, l'avocat, avocat de

δικηγόρος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
legale, giurista, avvocato, all'avvocato, l'avvocato, avvocato di

δικηγόρος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gramado, advogado, advogada, advogado de, o advogado, jurista

δικηγόρος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pleitbezorger, advocaat, raadsman, verdediger, jurist, de advocaat, advocaat van

δικηγόρος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
законовед, правовед, юрист, уполномоченный, законник, поверенный, адвокат, адвоката, адвокатом, юристом

δικηγόρος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
jurist, advokat, advokaten, advokat for

δικηγόρος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
jurist, advokat, advokaten, advokat som

δικηγόρος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lakimies, asiamies, juristi, asianajaja, asianajajan, asianajajaa

δικηγόρος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
jurist, sagfører, advokat, advokaten, avocat

δικηγόρος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
advokát, právník, advokátem, právníka, právníkem

δικηγόρος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
adwokat, mecenas, prawnik, prawnikiem, adwokata, prawnika

δικηγόρος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ügyvéd, ügyvédi, ügyvédje, jogász, ügyvédet

δικηγόρος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
avukat, avukatı, bir avukat, hukukçu, Lawyer

δικηγόρος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
закони, адвокат

δικηγόρος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
avokati, avokat, jurist, avokati i, avokat i

δικηγόρος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
адвокат, юрист, адвоката, адвокатът

δικηγόρος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адвакат, адвакатка

δικηγόρος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jurist, advokaat, advokaadi, advokaadile, advokaati

δικηγόρος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pravnik, odvjetnik, advokat, odvjetnica, odvjetnika, odvjetniku

δικηγόρος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lögmaður, lögfræðingur, Lögmanni, lögmaðurinn, lögmanns

δικηγόρος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
advokatas, teisininkas, advokato, advokatui, teisininko

δικηγόρος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
advokāts, jurists, advokātam, advokātu, advokāta

δικηγόρος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
адвокатот, адвокат, правник, адвокатот на

δικηγόρος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
avocat, avocatul, avocatului, jurist, de avocat

δικηγόρος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odvetnik, pravnika, právník, advokátka, pravnik, advokát, odvetnika, odvetnica, avocat

δικηγόρος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
právnik, advokátka, právnička, advokát, právnika, právny

Στατιστικά δημοτικότητας: δικηγόρος

Τυχαίες λέξεις