Intervall στα ελληνικά
Μετάφραση: intervall, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλειμμα, διάστημα, διαστήματος, χρονικό, χρονικό διάστημα, μεσοδιάστημα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- internasjonal στα ελληνικά - διεθνής, διεθνείς, διεθνή, διεθνούς, διεθνών
- internere στα ελληνικά - κρατώ, Intern, οικότροφος, ασκούμενος, ασκούμενο
- intervensjon στα ελληνικά - μεσολάβηση, διαπλοκή, παρέμβαση, παρέμβασης, παρεμβάσεως, επέμβαση, επέμβασης
- intervju στα ελληνικά - συνέντευξη, συνέντευξης, συνέντευξή, συνέντευξή του, συνέντευξη που
Τυχαίες λέξεις
Intervall στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλειμμα, διάστημα, διαστήματος, χρονικό, χρονικό διάστημα, μεσοδιάστημα
Μεταφράσεις: διάλειμμα, διάστημα, διαστήματος, χρονικό, χρονικό διάστημα, μεσοδιάστημα