Kort στα ελληνικά
Μετάφραση: kort, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάρτα, κοντός, σύντομος, λιτός, βραχύλογος, λακωνικός, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kors στα ελληνικά - σταυρός, διασχίζω, γέμισμα, Σταυρός, Σταυρού, Cross, Σταυρό, ...
- korsett στα ελληνικά - κορσές, κορσέ, κορσέδων, τον κορσέ, κλοιό
- kortsynt στα ελληνικά - μυωπικός, μύωπικός, κοντόφθαλμη, κοντόφθαλμο, κοντόφθαλμες, μυωπική
- kortvarig στα ελληνικά - προσωρινός, πρόσκαιρος, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής
Τυχαίες λέξεις
Kort στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάρτα, κοντός, σύντομος, λιτός, βραχύλογος, λακωνικός, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής
Μεταφράσεις: κάρτα, κοντός, σύντομος, λιτός, βραχύλογος, λακωνικός, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής