Λέξη: εμπεδώνω

Σχετικές λέξεις: εμπεδώνω

εμπεδώνω βικιλεξικο, εμπεδώνω στα αγγλικα, εμπεδώνω συνώνυμο, εμπεδώνω τη γλώσσα μου, εμποδίζω συνώνυμα, εμπεδώνω ετυμολογια, εμπεδώνω αγγλικα, εμπεδώνω english

Συνώνυμα: εμπεδώνω

συγκεντρώνω, στερεώνω, ενοποιώ, παγιώνω, σταθεροποιώ

Μεταφράσεις: εμπεδώνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
strengthen, consolidate, empedono
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fortalecer, consolidar, reforzar, afianzar, fortificar, esforzar, empedono
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stärken, verstärken, empedono
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
consolidez, raffermir, consolider, liguer, fortifient, volonté, cimenter, affermissent, affermir, fixer, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assodare, corroborare, rinvigorire, rafforzare, rinforzare, empedono
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
poder, fortificar, reforçar, consolidar, esforçar, força, empedono
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
empedono
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
укрепить, твердеть, утвердиться, упрочить, укрепиться, упрочивать, крепить, затвердевать, усилить, крепнуть, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forsterke, styrke, empedono
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stärka, styrka, empedono
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vahvistua, äityä, kovettua, yltyä, yhdistyä, lujittaa, vahvistaa, lujittua, voimistua, empedono
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
empedono
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
utvrzovat, utvrdit, zpevnit, unifikovat, sloučit, upevňovat, posílit, slučovat, sjednotit, zesílit, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
utrwalać, zacieśnić, umacniać, krzepić, jednoczyć, utwierdzać, wzmocnić, wzmacniać, konsolidować, umocnić, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
empedono
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kuvvetlendirmek, empedono
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зміцніть, поєднувати, укріпити, твердіти, empedono
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
forcoj, empedono
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
усилилата, empedono
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
empedono
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tugevdama, tihendama, konsolideeruma, empedono
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ojačalo, okrijepiti, osnažiti, objediniti, konsolidirati, integrirati, jačati, združiti, ojačati, empedono
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
efla, empedono
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
firmo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
empedono
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
empedono
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
empedono
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
consolida, empedono
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
posílit, empedono
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
upevniť, empedono
Τυχαίες λέξεις