Leve στα ελληνικά
Μετάφραση: leve, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μένω, βρίσκομαι, διανύω, ζωντανός, είμαι, ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- letthet στα ελληνικά - ευχέρεια, ευκολία, απλότητα, διευκολύνει, διευκολύνουν, διευκολυνθεί, διευκόλυνση
- lettroende στα ελληνικά - μωρόπιστος, εύπιστος, αφελείς, εύπιστους, αφελείς οι, εύπιστη
- levebrød στα ελληνικά - απασχόληση, κρατώ, εξακολουθώ, κατακρατώ, βιοπορισμός, ζην, το ζην, ...
- levende στα ελληνικά - ζωντανός, μένω, ζωηρός, γλαφυρός, ζωή, διαβίωσης, καθιστικό, ...
Τυχαίες λέξεις
Leve στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μένω, βρίσκομαι, διανύω, ζωντανός, είμαι, ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει
Μεταφράσεις: μένω, βρίσκομαι, διανύω, ζωντανός, είμαι, ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει