Λέξη: επίπλωση

Σχετικές λέξεις: επίπλωση

επιπλωση σπιτιού, επίπλωση γκαρσονιέρας, επίπλωση παιδικού δωματίου, επίπλωση κουζίνασ, επίπλωση φαρμακείου, επίπλωση φοιτητικού σπιτιού, επίπλωση ξενοδοχείων, επίπλωση καταστημάτων, επίπλωση δικηγορικού γραφείου, επίπλωση γραφείου

Μεταφράσεις: επίπλωση

επίπλωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
furnishing, furnishings, furnished, furniture

επίπλωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
muebles, mobiliario, con mobiliario, muebles de, mobiliario de

επίπλωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einrichtungsgegenstände, ausstattung, Einrichtung, Mobiliar, eingerichtet, Ausstattung, Möbeln

επίπλωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
équipement, outillage, installation, accommodement, dispositif, fournissant, appareil, mobilier, meubles, aménagement, un mobilier, ameublement

επίπλωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arredamento, mobili, arredi, arredo, arredi in

επίπλωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
móveis, mobília, mobiliário, com mobiliário, mobiliário de

επίπλωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
meubels, meubilair, inrichting, ingericht, Woninginrichting

επίπλωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
меблировка, обстановка, мебель, меблированы, мебелью

επίπλωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
møbler, innredning, innredninger, møblene

επίπλωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inredning, inredd, möbler, inrett, fullt inredd

επίπλωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kalusteet, sisustettu, sisustus, kalustus, huonekalut

επίπλωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
møbler, inventar, indrettet, møblering, indretning

επίπλωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vybavení, zařízení, bytové zařízení, Vybavení, nábytek, pokoji

επίπλωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
umeblowanie, wyposażenie, meble

επίπλωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lakberendezés, Berendezési, bútorokkal, bútorokkal berendezett, bútorzattal

επίπλωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mobilya, dayalı döşeli, mobilyalar, eşyalar, döşeli

επίπλωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
постачання, прикраси, устаткування, окраси, меблювання, меблі, меблюванню, вмеблювання, умеблювання

επίπλωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
orendi, this, orendi në, veshje, orendi të

επίπλωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мебелировка, Обзавеждане, мебели, Мебелно обзавеждане, мебели от

επίπλωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мэблёўка, мэбліроўка, Абсталяванне

επίπλωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sisustus, sisustuse, mööbel, sisustust, sisustusega

επίπλωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
namještanjem, namještaj, uređena, uređen

επίπλωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
húsbúnaður, húsgögn, innrétting, Innréttingar, áhöld

επίπλωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apstatymas, įrengimai, baldai, furnishings, būsto apstatymo reikmenys

επίπλωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dzīvokļa iekārta, mēbeles, iekārtas, apdare, iekārtojums

επίπλωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мебел, кабинетите, покуќнина, мебелот, мебелировка

επίπλωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mobilier, mobilier de, mobilier din, decorațiuni

επίπλωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Oprema, Notranja oprema, pohištvo, furnishings, Stanovanjska oprema

επίπλωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bytové, bytovej, ubytovacej, obytnej, bývanie
Τυχαίες λέξεις