Αμείβω στα αγγλικά

Μετάφραση: αμείβω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
remunerate, requite, reward, recompense
Αμείβω στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αμείβω

fee
  • αμείβω
reward
  • αμείβω
  • ανταμείβω
requite
  • ανταποδίδω
  • αμείβω
  • εκδικούμαι
  • ανταμείβω
recompense
  • αποζημιώνω
  • ανταμείβω
  • αμείβω

Σχετικές λέξεις: αμείβω

αμείβω αμοιβή, αμείβω κλιση, αμείβω ή αμείβω, αμείβω λεξικό γλώσσας αγγλικά, αμείβω στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • αμβλύς στα αγγλικά - blunt, dull, pointless, obtuse, a dull
  • αμβροσία στα αγγλικά - ambrosia, ragweed
  • αμελητέος στα αγγλικά - negligible, insignificant, be negligible, a negligible
  • αμελώ στα αγγλικά - neglect, skimp, disregard, to skimp, not skimp
Τυχαίες λέξεις
Αμείβω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: remunerate, requite, reward, recompense