Lubben στα ελληνικά
Μετάφραση: lubben, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροφαντός, παχουλός, παχουλό, παχουλά, παχουλές, παχουλή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lovløs στα ελληνικά - άνομος, άνομη, άνομες, άναρχος, άνομο
- lovovertreder στα ελληνικά - ένοχος, παραβάτης, Offender, Παραβατών, Παραβατών του Νόμου, αδικήματοσ
- lue στα ελληνικά - σκούφος, τραγιάσκα, θήκη, καπάκι, κάλυμμα, πώμα, ΚΓΠ, ...
- luft στα ελληνικά - αέρας, ατμόσφαιρα, αέρα, του αέρα, αεροπορικών, αέρος
Τυχαίες λέξεις
Lubben στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροφαντός, παχουλός, παχουλό, παχουλά, παχουλές, παχουλή
Μεταφράσεις: τροφαντός, παχουλός, παχουλό, παχουλά, παχουλές, παχουλή