Λέξη: απλοποιώ

Σχετικές λέξεις: απλοποιώ

αξιοποιώ συνώνυμα

Μεταφράσεις: απλοποιώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
simplify, aplopoio
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
simplificar, aplopoio
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vereinfachen, aplopoio
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
simplifient, faciliter, simplifier, simplifions, simplifiez, réduire, aplopoio
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
semplificare, aplopoio
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
simplificar, simples, aplopoio
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
simplificeren, vereenvoudigen, aplopoio
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
упрощать, упростить, aplopoio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forenkle, aplopoio
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förenkla, aplopoio
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sieventää, sievistää, kiteyttää, selkeyttää, aplopoio
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aplopoio
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zjednodušit, ulehčit, usnadnit, aplopoio
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ułatwiać, uprościć, upraszczać, aplopoio
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aplopoio
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sadeleştirmek, basitleştirmek, aplopoio
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спрощувати, спростіть, спростити, aplopoio
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aplopoio
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
aplopoio
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
aplopoio
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lihtsustama, aplopoio
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pojednostavnjivati, samo, prosto, pojednostavniti, aplopoio
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aplopoio
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aplopoio
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vienkāršot, aplopoio
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
aplopoio
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aplopoio
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
aplopoio
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
aplopoio
Τυχαίες λέξεις