Monopol στα ελληνικά

Μετάφραση: monopol, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής
Monopol στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • monarki στα ελληνικά - μοναρχία, μοναρχίας, βασιλείας, τη μοναρχία, βασιλεία
  • monitor στα ελληνικά - παρακολουθώ, οθόνη, μόνιτορ, οθόνης, παρακολουθεί, της οθόνης
  • montere στα ελληνικά - ανεβαίνω, αυξάνομαι, όρος, βουνό, βάση, mount, Άγιον
  • moped στα ελληνικά - μοτοποδήλατο, μοτοποδηλάτου, μοτοποδηλάτων, μοτοποδήλατα, του μοτοποδηλάτου
Τυχαίες λέξεις
Monopol στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής