Λέξη: διαφοροποιώ
Σχετικές λέξεις: διαφοροποιώ
διαφοροποιώ συνώνυμο, διαφοροποιώ συνώνυμα, διαφοροποιώ στα αγγλικά
Συνώνυμα: διαφοροποιώ
διακρίνω, κάνω διάκριση, διαφέρω
Μεταφράσεις: διαφοροποιώ
διαφοροποιώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
differentiate, I differentiate, differentiate my, I differentiate my, do I differentiate
διαφοροποιώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
diferenciar, distinguir, diferenciarse, diferenciar los, de diferenciar
διαφοροποιώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unterscheiden, differenzieren, zu unterscheiden, zu differenzieren
διαφοροποιώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
différentier, distinguer, singulariser, différencier, discerner, distinction, la différence, différencier les
διαφοροποιώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
differenziare, distinguere, differenziarsi, differenziare i, di differenziare
διαφοροποιώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
diferencie, diferente, diferenciar, diferenciam, diferenciação, distinguir, diferenciá
διαφοροποιώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderscheiden, onderscheid maken, onderscheid, differentiëren, te onderscheiden
διαφοροποιώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отличать, различать, разграничивать, дифференцироваться, видоизменяться, дифференцировать, отличить
διαφοροποιώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
differensiere, skille, skiller, å skille, skille mellom
διαφοροποιώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
differentiera, skilja, särskilja, skiljer, åtskillnad
διαφοροποιώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
derivoida, eriyttää, erilaistua, erottaa, erottamaan, erottavat
διαφοροποιώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
differentiere, skelne, sondre, adskille, at differentiere
διαφοροποιώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozeznávat, diferencovat, rozlišit, odlišovat, rozlišovat, rozrůznit, odlišit, rozlišení, odlišení
διαφοροποιώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
różnić, rozgraniczać, różnicować, wyróżniać, odróżniać, rozróżniać, zróżniczkować, różniczkować, zróżnicować, odróżnić, rozróżnienia
διαφοροποιώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
különbséget, megkülönböztetni, különböztetni, megkülönböztetik, megkülönböztetésére
διαφοροποιώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ayırmak, farklılaştırmak, ayırt, ayrım, farklılık
διαφοροποιώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відрізняти, розрізнювати, диференціювати
διαφοροποιώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dalloj, dallojnë, dallimin, të dallojnë, diferencohen
διαφοροποιώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
диференцират, диференцира, диференциране, разграничат, разграничи
διαφοροποιώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дыферэнцаваць, дыферэнцыяваць, дыферэнцыраваць
διαφοροποιώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
diferentseerima, eristama, eristuma, eristada, diferentseerida, vahet, eristavad
διαφοροποιώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razlikovati, razlikuju, diferencirati, diferenciraju, razlikovanje
διαφοροποιώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
greina, greina á, greina á milli, greinarmun, aðgreina
διαφοροποιώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
diferencijuoti, atskirti, išskirti, skirtingus, skirtumo
διαφοροποιώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
diferencēt, atšķirt, atšķirtu, diferencētu, atšķirīgu
διαφοροποιώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
разлика, диференцира, диференцираат, се разликува, разликува
διαφοροποιώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
distinge, diferenția, diferențieze, diferentia, diferențierea
διαφοροποιώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razlikovati, razlikovanje, razlikujejo, razlikuje, diferencirajo
διαφοροποιώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozlíšiť, rozlišovať, odlíšiť, rozlišovať medzi, rozlíšenie
Τυχαίες λέξεις