Mot στα ελληνικά

Μετάφραση: mot, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άμμος, γενναιότητα, χαλίκι, νεύρο, καρδιά, αμμόλιθος, θάρρος, κατά, έναντι, κατά της, από, εναντίον
Mot στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • moskus στα ελληνικά - μόσχος, μόσχου, musk, μόσχο
  • moské στα ελληνικά - τζαμί, τέμενος, τζαμιού, τεμένους, μουσουλμανικό τέμενος
  • motbydelig στα ελληνικά - απωθητικός, αηδιαστικός, επαναστατικός, ανέντιμος, απαίσιος, αντιπαθητικός, βρόμικος, ...
  • mote στα ελληνικά - τάση, διαμορφώνω, πλάθω, σχηματίζω, στύλος, ύφος, μόδα, ...
Τυχαίες λέξεις
Mot στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άμμος, γενναιότητα, χαλίκι, νεύρο, καρδιά, αμμόλιθος, θάρρος, κατά, έναντι, κατά της, από, εναντίον